ἀναδικία

English (LSJ)

ἡ, renewal of an action, Lys. Fr.298S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ jur. apelación Lys.Fr.298S.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, ein von neuem vorgebrachter Prozess, Lys. bei Poll. 8, 5. S. Hermanns Staatsalterth. §. 145.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδῐκία: ἡ юр. новое рассмотрение дела Lys.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδῐκία: ἡ, ἀνανέωσις δίκης (ἴδε ἀναδικάζω ΙΙ.), Λυσ. παρὰ Πολυδ. 8. 23.

Greek Monolingual

ἀναδικία, η (Α) ανάδικος
επανάληψη, ανανέωση της δίκης.