πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἀνάδικος, -ον (Α)1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δικος < δίκη.ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία.