ανάδικος

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

ἀνάδικος, -ον (Α)
1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται
2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δικος < δίκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία.