ἀναθάρσησις

English (LSJ)

Att. ἀναθάρρησις, εως, ἡ, recovery of courage, Onos.14.1, Eust.1267.22.

Greek Monolingual

ἀναθάρσησις (-έως), η (ΑΜ) ἀναθαρσῶ
βλ. αναθάρρηση.