αναθάρρηση
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀναθάρρησις και -θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ.-μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση (-ις) < ἀναθαρρῶ].