ἀναθηλάζω

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθηλάζω Medium diacritics: ἀναθηλάζω Low diacritics: αναθηλάζω Capitals: ΑΝΑΘΗΛΑΖΩ
Transliteration A: anathēlázō Transliteration B: anathēlazō Transliteration C: anathilazo Beta Code: a)naqhla/zw

English (LSJ)

suck up water, of a tree, Ph.Byz.Mir.1.5; τὸ πύον Aët.15.18.

Spanish (DGE)

extraer, chupar agua, la raíz de un árbol, Ph.Byz.Mir.1.5, τὸ πύον Aët.15.18 (p.111).

German (Pape)

[Seite 188] auffangen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηλάζω: βυζάνω, ῥοφῶ, «ἄδιψος γὰρ ἡ ῥίζα τηρουμένη τὴν παρατροχάζουσαν τῶν ὑδάτων νοτίαν ἀναθηλάζει», περὶ τῆς ῥίζης δένδρου, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτά Θαυμάτ. Ι.

Greek Monolingual

ἀναθηλάζω)
νεοελλ.
θηλάζω εκ νέου, ξαναβυζαίνω
αρχ.
βυζαίνω, ρουφώ, απομυζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-
+ θηλάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθήλαση, αναθήλασμα, αναθηλασμός].