ἀναθηλάζω

English (LSJ)

suck up water, of a tree, Ph.Byz.Mir.1.5; τὸ πύον Aët.15.18.

Spanish (DGE)

extraer, chupar agua, la raíz de un árbol, Ph.Byz.Mir.1.5, τὸ πύον Aët.15.18 (p.111).

German (Pape)

[Seite 188] auffangen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηλάζω: βυζάνω, ῥοφῶ, «ἄδιψος γὰρ ἡ ῥίζα τηρουμένη τὴν παρατροχάζουσαν τῶν ὑδάτων νοτίαν ἀναθηλάζει», περὶ τῆς ῥίζης δένδρου, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτά Θαυμάτ. Ι.

Greek Monolingual

ἀναθηλάζω)
νεοελλ.
θηλάζω εκ νέου, ξαναβυζαίνω
αρχ.
βυζαίνω, ρουφώ, απομυζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-
+ θηλάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθήλαση, αναθήλασμα, αναθηλασμός].