απομυζώ
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
(Α ἀπομυζῶ, -άω) μυζώ
βυζαίνω, ρουφώ
νεοελλ.
εξαντλώ αφαιρώντας τους πόρους ή τις δυνάμεις, εκμεταλλεύομαι.