ἀναληπτικῶς

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικῶς: κατὰ τρόπον προξενοῦντα ἀνάληψιν, δηλ. ἀνάρρωσιν, «διαιτᾶν ἀναληπτικῶς τὸν ἀσθενοῦντα» Γαλην.