ἀναληπτικῶς
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Greek (Liddell-Scott)
ἀναληπτικῶς: κατὰ τρόπον προξενοῦντα ἀνάληψιν, δηλ. ἀνάρρωσιν, «διαιτᾶν ἀναληπτικῶς τὸν ἀσθενοῦντα» Γαλην.