ἀναμικτός

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμικτός: -ή, -όν, ἀναμεμιγμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 415.