ἀναμικτός

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμικτός: -ή, -όν, ἀναμεμιγμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 415.