ἀνανέωμα
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέωμα: τό, = τῷ ἑπομ. Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. σ. 314.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
renovación ἐνθέου ... καὶ λογικῆς ἐν ψυχαῖς οἰκοδομῆς ἀ. Eus.HE 10.4.55.