ἀνατμίζομαι

English (LSJ)

Pass., evaporate, Democr. ap. Ath.Epit.lib.ii89(vol.i p.281 Schw.).

German (Pape)

[Seite 211] verdunsten, Democr. b. Ath. II, 87.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατμίζομαι: испаряться, улетучиваться Democr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατμίζομαι: παθ., ἐξατμίζομαι, Δημόκριτ. παρ’ Ἀθην. (;) 87D.

Greek Monolingual

ἀνατμίζομαι (Α)
εξατμίζομαι (για το χιόνι).