ἀνείσακτος
English (LSJ)
ἀνείσακτον, not initiated, = ἀμύητος, Iamb.VP17.75; applied by Stoics to their opponents, Stoic.2.250.
Spanish (DGE)
-ον
no iniciado en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.Stoic.2.250, Iambl.VP 75.
German (Pape)
[Seite 220] nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσακτος: -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, ἀμύητος Ἰαμβλ. βίος Πυθάγ. 17, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνείσακτος, -ον)
νεοελλ.
εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής
αρχ.
ο αμύητος.