εισαγωγή

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσαγωγή)
1. η μεταφορά εμπορευμάτων από ξένη χώρα
2. το να τοποθετηθεί κάτι μέσα σε κάτι άλλο
3. ο πρόλογος ή τα εισαγωγικά, ενημερωτικά στοιχεία βιβλίου, άρθρου, θεατρικού έργου κ.λπ.
4. η παρουσίαση και προώθηση υποθέσεων για εκδίκαση στο δικαστήριο, τη βουλή, συμβούλια κ.λπ.
5. στοιχειώδης, ενημερωτική πραγματεία
μσν.- νεοελλ.
προπαίδευση, μύηση
αρχ.
1. εγγραφή θετών γιων ως κληρονόμων
2. εγγραφή παιδιών στη φρατρία
3. πορθμός στην είσοδο λιμανιού.