ἀνεντερίζω

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεντερίζω: ἐξάγω τὰ ἔντερα, διασχίζω, ξίφει ἀνεντέρισεν Ἰω. Μαλάλ. σ. 115. 15.

Spanish (DGE)

sacar las entrañas, destripar ξίφει Sisyphus 2.6, cf. Io.Mal.M.Chron.97.208D.