ἀνταμοιβὴ

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταμοιβὴ: ἀντάμειψις, καὶ οὐδὲν ἐπὶ μισθῷ πράττοντες, οὐδὲ ἀντιδόσει καὶ ἀνταμοιβῇ Ἰω. Χρυσ. ἐν Ἐπιστ. π. Κορινθ. λόγ. 19, τόμ. 3, σ. 357.