ἀντεπεισφέρομαι
English (LSJ)
come in instead, ib.2.
Spanish (DGE)
entrar a su vez del aire en los pulmones Placit.4.22.2.
German (Pape)
[Seite 246] pass., dagegen eindringen, Plut. plac. phil. 4, 22.
French (Bailly abrégé)
s'introduire à son tour ou à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἐπεισφέρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπεισφέρομαι: обратно нестись или проникать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπεισφέρομαι: εἰσφέρομαι ἀντὶ ἑτέρου, Πλούτ. 2. 903 Ε.
Greek Monolingual
ἀντεπεισφέρομαι (Α)
τοποθετούμαι στη θέση κάποιου άλλου.