ἀντιμίμημα
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμίμημα: ἀκριβὲς ἀπομίμημα, ἀντιμίμημα τῶν ἐπιγείων Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 345.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
imitación, copia τῶν ἐπιγείων Epiph.Const.Haer.42.11.63.