ἀντιμίμημα

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμίμημα: ἀκριβὲς ἀπομίμημα, ἀντιμίμημα τῶν ἐπιγείων Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 345.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
imitación, copia τῶν ἐπιγείων Epiph.Const.Haer.42.11.63.