ἀντιπαρατρέπω
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρατρέπω: παρατρέπω ἢ στρέφω πρὸς τὴν ἐναντίαν διεύθυνσιν, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 583C.
Spanish (DGE)
dirigir en vez de ref. a una interpretación errónea enderezar τὸ ῥητὸν ἀντιπαρατρέποντες εὐσθενῶς εἰς ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ Cyr.Al.M.75.996A.