ἀνυπευθύνως
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπευθύνως: не неся никакой ответственности, бесконтрольно (πάντα πράττειν Diod.).