ἀξιελέητος

English (LSJ)

ἀξιελέητον, pitiable, Diog.Ep.27.

Spanish (DGE)

-ον
digno de compasión ἀ. γε μὴν οἱ μὴ νοοῦντες ἃ δοκοῦσιν ἀσκεῖν Diog.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 269] mitleidswert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιελέητος: -ον, ὁ ἄξιος ἐλέους, Ψευδο-Διογεν. Ἐπιστ. 27. Βοασσ.