ἀπεκλανθάνομαι
English (LSJ)
forget entirely, τινος, found only in aor. 2 imper., ἀπεκλελάθεσθε δὲ θάμβευς Od.24.394.
Spanish (DGE)
olvidarse totalmente c. gen. ἀπεκλελάθεσθε δὲ θάμβευς Od.24.394.
French (Bailly abrégé)
ao.2 poét. impér. 2ᵉ pl. ἀπεκλελάθεσθε;
laisser de côté, gén..
Étymologie: ἀπό, ἐκλανθάνω.
German (Pape)
nur med., ἀπεκλελάθεσθε θάμβευς Od. 24.394, ganz vergesset, lasset alles Staunen.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεκλανθάνομαι: совершенно забывать: ἀπεκλελάθεσθε θάμβευς Hom. перестаньте удивляться.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλανθάνομαι: μέσ., λησμονῶ, ἐντελῶς, τινος, μόνον κατὰ προστακτικὴν ἀορ. β΄, ἀπεκλελάθεσθε δὲ θάμβευς Ὀδ. Ω. 394.
English (Autenrieth)
only aor. imp. ἀπεκλελάθεσθε: forget altogether, Od. 24.394†.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπεκλανθάνομαι: Μέσ., λησμονώ εντελώς, με γεν., μόνο στην προστ. Επικ. αορ. βʹ ἀπεκλελάθεσθε, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Mid. to forget entirely, c. gen., only in imperat. of epic aor2 ἀπεκλελάθεσθε, Od.