ἀποσκέλλομαι

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκέλλομαι: (aor. 2 ἀπέσκλην, pf. ἀπέσκληκα) высыхать, ссыхаться, тж. сморщиваться Arph., Luc., Anth.