ἀποσκοπέω
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
(with fut. ἀποσκέψομαι)
A look away from other objects at one, and so look steadily, πρός τινα or τι, S.OT746, Pl.Plt. 291e, Arist.Pol.1284b5, etc.; εἴς τι S.OC1195; πόρρω ποι ἀ. Pl.R. 432e; keep watch, Luc.DMar.6.2.
2 c.acc., look to, regard, E.Hec. 939 (lyr.), D.H.6.72, Procop.Goth.4.15:—Med., ἀποσκοπεῖσθαι τὸ μέλλον Plu.Pomp.79; πρός τι Procl. in Prm.p.549 S.
3 ἀποσκοπεῖν εἰ.. E.Supp.236.
4 Pass., ἡ πόλις ἐκ περιωπῆς ἀποσκοπεῖται = the city is visible from a distance, Procop.Aed.1.1.
Spanish (DGE)
1 mirar, contemplar c. πρός y ac. o ac. sólo πρὸς σ' S.OT 746, πρὸς τὰ ἐν αὑτῷ παραδείγματα Pl.R.409c, πόρρω Pl.R.432e, πόλιν E.Hec.939, τὰς ναῦς Plu.Caes.37, ἀστερόεντα θεῶν οἶκον AP 7.62
•en v. pas. ἡ πόλις ἀποσκοπεῖται = la ciudad es visible Procop.Aed.1.1.27
•ἀπεσκόπει τὴν φυλακήν montaba la guardia LXX 1Pa.12.30
•abs. vigilar Luc.DMar.8.2, μακρόθεν Ph.1.677.
2 examinar, considerar, tener en cuenta gener. de abstr. πρὸς τὸ βίαιον Pl.Plt.291e, πρὸς πολέμους τε καὶ νόσους Pl.R.460a, πρὸς μέλαν φαιὸν ἀποσκοποῦντες ἀπειρίᾳ λευκοῦ considerando lo gris por oposición a lo negro por desconocimiento de lo blanco Pl.R.585a, πρὸς τὸ ἴδιον Arist.Pol.1284b5, εἰς ἐκεῖνα S.OC 1195, οὐκ ἀποσκοπῶν τὸ πλῆθος E.Supp.236, τὸ ἴδιον D.H.6.72, ταῦτα Procop.Goth.4.15.15
•en v. med. τὸ μέλλον Plu.Pomp.79.
German (Pape)
[Seite 325] (fut. ἀποσκέψομαι), von fern her beschauen, betrachten, πόῤῥω Plat. Rep. VI, 432 e; Luc. Mar. D. 6, 2 Asin. 12; übh. genau betrachten, berücksichtigen, τί Eur. Suppl. 236; gew. πρός τινα, Soph. O. R. 746; πρὸς τὰ παραδείγματα Plat. Rep. III, 409 c; ἔς τι Soph. O. C. 1197; mit indirecter Frage, Plut. Dion. 52. Bei Sp. auch im med., τὸ μέλλον Plut. Pomp. 79.
French (Bailly abrégé)
ἀποσκοπῶ :
seul. prés. et impf.
observer de loin, examiner à distance, avec πρός et l'acc.;
Moy. ἀποσκοπέομαι, ἀποσκοποῦμαι m. sign. avec l'acc..
Étymologie: ἀπό, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκοπέω: реже med. смотреть издали или сверху, внимательно взирать, глядеть (πρός τινα, πρός τι, εἴς τι Soph. и τι Plut.; ἀ. εἰ … Eur.).
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκοπῶ, ἀποσκοπέω, Α κ. -σκοπεύω κ. -σκοπιάζω)
έχω κάποιο σκοπό, αποβλέπω σε κάτι, προτίθεμαι
μσν.
ἀποσκοποῦμαι
είμαι θεατός από απόσταση
αρχ.
1. αποστρέφω το βλέμμα μου από κάποιο σημείο και κοιτάζω σταθερά αλλού
2. βλέπω, παρατηρώ
3. προσέχω, εξετάζω προσεκτικά.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι: - ὡς τὸ ἀποβλέπω, ἀποσύρω τὰ βλέμματά μου ἀπὸ ἄλλων ἀντικειμένων καὶ προσηλῶ αὐτὰ εἰς ἓν καὶ ἑπομένως, βλέπω σταθερῶς, πρός τινα ἤ τι Σοφ. Ο. Τ. 746, Πλάτ. Πολιτ. 291Ε, κτλ.· εἴς τι, Σοφ. Ο. Κ. 1195· πόρρωποι ἀπ. Πλάτ. Πολ. 432Ε. 2) μετ’ αἰτ., βλέπω τι, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἑκ. 939, Διον. Ἁλ. 6. 72: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀποσκοπεῖσθαι τὸ μέλλον Πλουτ. Πομπ. 79. 3) ἀποσκοπεῖν εἰ…, Εὐρ. Ἱκ. 236.
Greek Monotonic
ἀποσκοπέω: μέλ. -σκέψομαι,
1. στρέφω το βλέμμα μου μακριά από άλλα αντικείμενα και το προσηλώνω αλλού, κοιτάζω σταθερά, πρός τινα ή τι, σε Σοφ., Πλάτ.· εἴς τι, σε Σοφ.
2. με αιτ., κοιτάζω κάτι, το παρατηρώ με το βλέμμα μου, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ.
Middle Liddell
1. to look away from other objects at one, to look steadily, πρός τινα or τι Soph., Plat.; εἴς τι Soph.
2. c. acc. to look to, regard, Eur.; so in Mid., Plut.