ἀπροσκύνητος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσκύνητος: -ον, ὁ μὴ προσκυνούμενος, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 512., 2. σ. 36.
Spanish (DGE)
-ον
no adorable de la naturaleza humana de Cristo, Apoll.Ep.Iou.1, Phot.Bibl.272a.8.