ἀπρόσκολλον
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
Spanish (DGE)
-ου, τό
incoherencia διὰ τῶν ἀπροσκόλλων κατασκευάζειν ἐπιχειρεῖ τὴν ἀσέβειαν Gr.Nyss.Ref.Eun.p.398.3, ὅσα δὲ προσέθηκε κατὰ τὸ ἀπρόσκολλόν τε καὶ ἀνακόλουθον Gr.Nyss.Apoll.199.12.