ἀπόρρευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A flowing from, ἔχειν τὰς ἀπορρεύσεις = to be the source of streams, Plb.10.28.4; ἀέρος οὐ δεχομένου τὰς ἀ. Plu. 2.933c.
II Astrol., = ἀπόρροια 3, Vett.Val.146.32; μανίας καὶ λύττης ἀ. Junc. ap. Stob.4.50.27. (ἀπόρρυσις (q.v.) should perhaps be read in these passages.)
III folly, = ἀφροσύνη, Aq.De.22.21, 1 Ki.25.25.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 flujo, emanación (πυρός) Plu.2.933c
fig. μανίας καὶ λύττης Iunc. en Stob.4.50.27
de donde locura Aq.De.22.21, 1Re.25.25, Ie.29.23.
2 astrol. influencia τῶν κέντρων Vett.Val.139.7, 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.

German (Pape)

das Abfließen, der Abfluß, Pol. 10.28.4; Aufhören, Stob.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρευσις: εως ἡ истечение, отток Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρευσις: -εως, ἡ, ἀπορροή, ἀπόρροια, Πολύβ. 10. 28, 4· (ἀλλ. ἀπόρρυσις, ἐν 4. 39, 10, πρβλ. Ἰάμβλ. 6. 5, 17)· ἀπὸ λύπης καὶ μανίας ἀπόρρευσις Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 587. 15 (μετὰ διαφ. γραφ. -ρυσις).

Greek Monolingual

ἀπόρρευσις, η απορρέω
απόρροια.