ἀρνησίχριστος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνησίχριστος: -ον, ὁ τὸν Χριστὸν ἀρνούμενος, Θεόδ. Στουδ. σ. 412Α.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ renegado de Cristo Basil.Ep.210.5.46.
ἀρνησίχριστος: -ον, ὁ τὸν Χριστὸν ἀρνούμενος, Θεόδ. Στουδ. σ. 412Α.
-ου, ὁ renegado de Cristo Basil.Ep.210.5.46.