ἀσαρός

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾱρός: Αἰολ. ἀντὶ ἀσηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀσᾱρός: дор. = ἀσηρός.