ἀσμένισις

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμένισις: ἡ, = ἀσμενισμός, οἷς ἡ ταραχὴ τῆς ἐκκλησίας ἀσμένισις Γεώργ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. σ. 185Ε.