ἀσπιδοπηγεῖον

German (Pape)

[Seite 373] τό, Schildmacherwerkstatt, Dem. 36, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fabrique de boucliers.
Étymologie: ἀσπιδοπηγός.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοπηγεῖον: τό мастерская щитов Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοπηγεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον ἀσπιδοπηγοῦ, Δημ. 945. 15· χειρόγραφά τινα ἔχουσι -πήγιον, ὡς παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 155, Λιβαν. 4. 626. 31.

Spanish (DGE)

-ου, τό
fábrica, taller de escudos D.36.4, Poll.7.155, Lib.Decl.33.17.

Greek Monolingual

ἀσπιδοπηγεῖον, το (Α)
ασπιδοπηγός
το εργαστήριο κατασκευής ασπίδων.

Greek Monotonic

ἀσπῐδοπηγεῖον: τό (πήγνυμι), εργαστήριο κατασκευαστή ασπίδων, ασπιδοποιού, σε Δημ.

Middle Liddell

πήγνυμι
the workshop of a shieldmaker, Dem.