ασπιδοπηγός

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -πηγός < πήγνυμι.