ἀστερίζω
English (LSJ)
arrange in constellations, Hipparch.1.4.5 (Pass.), al.; mark with stars, Ptol.Geog.1.23.3 (Pass.); cast a nativity, Vett.Val.187.15.
Spanish (DGE)
I en v. med.
1 agruparse en constelaciones ἅπαντα γὰρ τὰ ἄστρα ἠστέρισται Hipparch.1.4.5.
2 marcar las constelaciones en una esfera, Ptol.Geog.8.2.3.
3 convertirse en estrella, catasterizarse τοῦ ἠστερισμένου Καρκίνου Hipparch.2.1.10, cf. 7, 14, Placit.2.13.3.
II en v. act. hacer un horóscopo Vett.Val.177.25.
German (Pape)
[Seite 375] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
f. ἀστερίσω, att. ἀστεριῶ;
changer en constellation.
Étymologie: ἀστήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστερίζω: превращать в звезды (Ἀναξαγόρας φησὶ τὸν αἰθέρα τοὺς πέτρους ἠστερικέναι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίζω: μέλλ. -ίσω, μεταβάλλω εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, στίζω δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.
Greek Monolingual
ἀστερίζω (Α) αστήρ
1. μεταμορφώνω σε αστέρι
2. στολίζω με αστέρια.