ἀσυναφής

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυναφής: -ές, = ἀσύναπτος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 122Β.

Spanish (DGE)

-ές
inconexo λῆξις Corn.Rh.141
de pers. no relacionado ὁ ... ὑπουργὸς οὐκ ἀσυναφὴς ... τῷ λαβόντι πρὸς ὑπουργίαν Cyr.Al.Chr.Un.733c
no unido en esponsales a Cristo, Cyr.Al.M.68.544B.