ἀφαγία

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαγία: ἀσιτία, Ἀκρίτου ἔπος, ἔκδ. Α. Μηλιαρ. Ϛ΄. 1798.