ἀφαιρείμενος

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρείμενος: (= ἀφαιρούμενος) μτχ. μέσ. διαθ., Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 417. 450, Ἀθην. τ. Ζ΄, σ. 277.