ἀφοσιωτέον

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοσιωτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἐκπληρώσῃ κατὰ τύπον καθῆκόν τι, Βυζ.