ἁβροστόλιστος

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροστόλιστος: -ον, ὁ ἁβρῶς, κομψῶς ἐστολισμένος, Κωνστ. Μανασ. Χρον. σ. 148.