ἁλουργοϋφής
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) διυφασμένος διὰ πορφυρῶν νημάτων, Ἐπιφάν. Ι. 245Α.
Spanish (DGE)
-ές tejido con púrpura Epiph.Const.Haer.15.1.
ἁλουργοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) διυφασμένος διὰ πορφυρῶν νημάτων, Ἐπιφάν. Ι. 245Α.
-ές tejido con púrpura Epiph.Const.Haer.15.1.