ἁμαρτικός
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτικός: ἡμαρτημένος ἀντὶ ἁμαρτητικός, Δαμασκ. ΙΙΙ, 693C.
Spanish (DGE)
(ἁμαρτῐκός) -ή, -όν
pecaminoso, inclinado al pecado χεὶρ ἁμαρτωλοῦ, ἡ ἁ. ἐστι πρᾶξις Diodor.T.Ps.M.33.1608C, del alma, Gr.Nyss.Apoll.165.2, κίνησιν γὰρ ἁμαρτικὴν τὸ σαλευθῆναι δηλοῖ Cyr.Al.M.69.813B.