ἁμαρτητικός
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
ἁμαρτητική, ἁμαρτητικόν, prone to err, Arist.EN 1104b33; περὶ τοὺς πλησίον M.Ant.11.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que tiene tendencia al mal, al pecado ὁ κακός Arist.EN 1104b33, Chrysipp.Stoic.3.26, πρᾶξις Chrysipp.Stoic.3.139, de pers. φαῦλοι καὶ ἁμαρτητικοί op. μακάριοι καὶ μακραίωνες Plu.2.420d
•de pers. que tiene tendencia a hacer el mal περὶ τοὺς πλησίον M.Ant.11.18
•τὸ ἁ. tendencia a cometer desatinos, tendencia al mal ὑπ' ἀγνοίας τοῦ καλοῦ μᾶλλον ἢ προαιρέσει τοῦ αἰσχροῦ τὸ ἁ. εἰκὸς ἐγγεγονέναι parece que surge la tendencia al mal por ignorancia del bien más que por preferencia del mal Plu.2.551e.
2 adv. -ῶς pecaminosamente σαρκικῶς ἰδὼν καὶ ἁ. Clem.Al.Strom.4.18.116, op. τελείως Clem.Al.Strom.16.6.45, τὰ ἁ. πραττόμενα Basil.M.30.436B, ἁ. αὐτῷ (el cuerpo) χρώμενος Didym.M.39.1092D.
German (Pape)
[Seite 117] zum Fehlen geneigt, Gegensatz ἐπανορθωτικός, Arist. Eth. N. 2, 3; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sujet à faillir.
Étymologie: ἁμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτητικός: склонный к ошибкам или проступкам Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτητικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς ἀποτυχίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 7, ἁμαρτωλός, Ἐκκλ.: οὕτω καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 250.
Greek Monotonic
ἁμαρτητικός: -ή, -όν (ἁμαρτάνω), επιρρεπής σε αμάρτημα, σε Αριστ.