ἄμεστος

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Spanish (DGE)

-ον
1 c. gen. privado, carente φεύγει δὲ χώραν τῶν Ἰουδαίων χερσεύουσαν καὶ ἄμεστον <παντὸς> καλοῦ ὑπάρχουσαν Rom.Mel.3.ιεʹ.91, cf. Babr.107.7 (cód.).
2 subst. ἡ ἄ. tierra baldía, PRyl.99.4, 9 (III a.C.).