ἄρκτιος

English (LSJ)

ἄρκτιον, arctic, northern, Nonn. D. 38.329.

Spanish (DGE)

-ον
ref. a los vientos septentrional Hp. en Gal.19.85, ἄρκτια νῶτα Βορῆος Nonn.D.38.329, τροπικοὶ δύο ... ὁ μὲν πρὸς τοῖς ἀρκτίοις, ὁ δὲ πρὸς τοῖς νοτίοις Meth.Symp.8.14; cf. ἀρκεῖος.

Greek Monolingual

ἄρκτιος, -ον (Α) άρκτος
ο αρκτικός, ο βόρειος.