ἅλκη

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἅλκη: ἡ, εἶδος ἐλάφου, ἐχούσης πλατέα καὶ μεγάλα κέρατα, Παυσ. 5. 12., 1. (Πρβλ. Σανσκρ. ri←as, ri←yas (εἶδος δορκάδος), Λατ. alces, Παλαιογερμ. elaho, Ἀγγλοσαξον. elch, Ἀγγλ. elk).