Ἀμμωνιακόν

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμμωνιακόν: τό, ὀρυκτὸν ἅλας, ἴδε Beckmann Hist. Invent. 4. 306. 2) τὸ κόμμι πετασώδους φυτοῦ, ἀμμωνιακὸν κόμμι, Διόσκ. 3. 98.