Ἁμαδρυάδες

English (LSJ)

αἱ, (δρῦς) Nymphs whose life depended on that of trees to which they were attached, Pl.Epigr.14, Pherenicus ap.Ath. 3.78b: sg., Ἁμαδρυάς A.R.2.477, Ant.Lib.30.4.

Greek (Liddell-Scott)

Ἁμαδρυάδες: -αἱ, (δρῦς) Νύμφαι ἅμα ταῖς δρυσὶ γεννώμεναι, ἡ δὲ ζωὴ αὐτῶν ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς τῶν δρυῶν ὧν ἦσαν προστάτιδες καὶ ἔνοικοι, Ἀθήν. 78Β: τὸ ἑνικὸν Ἁμαδρυὰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 477: πρβλ. Ἀδρυάς, - εἶδος βαλάνου, «ἁμαδρυάδες, βάλανοι», Ἡσύχ., - «ἁμάδρυα, κοκκύμηλα, Σικυώνιοι», ὁ αὐτός.

German (Pape)

αἱ, Baumnymphen, Nonn. D. 15.415; vgl. Ath. III.78b.

Spanish

ninfas de los árboles