ἐγκολπόομαι

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐγκολπόομαι: извиваться, образовывать заливы (λέγεται ὁ Ὠκεανὸς ἐγκεκολπῶσθαι Arst.).