ἐγκυκλίως

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐγκυκλίως: кругообразно (φέρεσθαι Arst.).

Spanish

circularmente, en círculo