ἐγχρεμετίζω
English (LSJ)
fut. -ίσω, to neigh in, Poll.10.56.
Spanish (DGE)
relinchar Poll.10.56.
German (Pape)
[Seite 714] darin wiehern, Poll. 10, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρεμετίζω: μέλλ. -ίσω, χρεμετίζω ἐντός τινος, ἐπὶ ἵππων χρεμετιζόντων ἐντὸς αὐλωτῶν φιμῶν καὶ ἀποτελούντων ἦχον προσόμοιον αὐλῷ, Πολυδ. Ι΄, 56.