ἐκμυσάττομαι

English (LSJ)

abominate, Ph.2.303.

Spanish (DGE)

censurar, reprobar costumbres, leyes ἅπερ ... ὡς ἀλλότρια καὶ ἐχθρὰ πολιτείας Ph.2.303, τὰς τῶν ἀπειθούντων βδελυρίας Cyr.Al.M.73.437A.

German (Pape)

[Seite 769] verstärktes simplez, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμυσάττομαι: ἀποθ., βδελύττομαι, Φίλων 3. 303.

Greek Monolingual

ἐκμυσάττομαι (Α)
απεχθάνομαι.