απεχθάνομαι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) έχθος
αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ
αρχ.
1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι
2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου
3. προκαλώ το μίσος ή την οργή.