ἐκτιννύω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Spanish (DGE)

1 pagar enteramente, satisfacer por completo τιμωρίαν Clem.Al.Prot.2.15, παλαιῶν ἁμαρτημάτων ... δίκας Basil.M.32.1216D, cf. Gr.Nyss.Flacill.481.5, τὰς ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν νεῶν) ἀποτιμήσεις Soz.HE 5.5.5, c. dat. τοῖς ἀνδράσι τὸ χρέος Chrys.M.56.390.
2 pagar enteramente por, devolver o pagar favores o beneficios recibidos, c. dat. de pers. οἷς (ἡ φιλοσοφία) ἐκτιννύει τὰ γινόμενα χαριστήρια Them.Or.7.99b, ἣν ὀφείλεις μοι χάριν Thdt.H.Rel.31.10.36.
3 cumplir con τὰς καταλλήλους ... εὐχάς Origenes M.12.1501B.
4 ἐ. τετραπλοῦν pagar con recargo Sud.s.u. ὀφλήσειν.